- φούμος
- ο, και φούμο, το, Ν1. καπνιά2. είδος μαύρης μπογιάς3. φρ. «τού 'ριξα φούμο»μτφ. τόν καταψήφισα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumus «καπνός»].————————τὸ, Μκαμάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φούμη / φήμη κατά τα αρσ.].
Dictionary of Greek. 2013.